- επαιτιώμαι
- ἐπαιτιῶμαι, -άομαι (Α)(αποθ.)1. κατηγορώ κάποιον για κάτι, τού επιρρίπτω ευθύνες, τόν θεωρώ αίτιο για κάτι, τόν ενοχοποιώ («οὐκ ἔχειν ὅντινα ἐπαιτιᾱται», Ηρόδ.)2. παραπονιέμαι για κάτι («τήν τε ἰδίαν συμφοράν [τῆς φυγῆς] ἐπητιάσαντο», Θουκ.)3. εγείρω αγωγή.
Dictionary of Greek. 2013.